- πελατειακός
- -ή, -ό [πελάτης]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πελάτη ή στην πελατεία, όρος που χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στη φρ. «πελατειακές σχέσεις», για να δηλώσει τις σχέσεις τών λεγόμενων «κομμάτων εξουσίας» με τους οπαδούς τους, με την έννοια τής ικανοποίησης ρουσφετολογικών αιτημάτων τών τελευταίων έναντι τής υποστήριξης και τής ψήφου τους προς το κόμμα.
Dictionary of Greek. 2013.